Η ιστορία μας ξεκινάει πολύ παλιά, το 1856, όταν στον Τύρναβο ο Νικόλαος Κατσάρος, έχοντας αποκτήσει ένα καζάνι, ανακαλύπτει τη μαγική συνταγή του Ούζου.
«Άρχισα να ψάχνω τις ιστορικές πηγές, και όπου αλλού θα μπορούσα να βρω στοιχεία, ώστε να μπορώ να επικαλούμαι και δημόσια, αυτό που γνώριζαν όλοι στον Τύρναβο: πως όταν μιλάμε για ούζο, μιλάμε για οικογένεια Κατσάρου. Ένα τεύχος των Θεσσαλικών Χρονικών, του 1935, μου δίνει την επιχειρηματολογία που θέλω. Κάνει σαφέστατη αναφορά στην παραγωγή ούζου από την οικογένεια μου. Ναι, ήμασταν οι πρώτοι…», μου διηγείται ο δισέγγονος πλέον, Νίκος Κατσάρος και αυτός, καθισμένος μπροστά στον σύγχρονο υπολογιστή του, στις ιδιόκτητες, υπερσύγχρονες πλέον οικογενειακές εγκαταστάσεις.
Ένα όνομα που έχει διανύσει 163 χρόνια πορείας σε μια χώρα που μεταμορφώνεται μέσα από συμπληγάδες και αναρίθμητες προσμίξεις, δεν μπορεί παρά να έχει τη δυνατότητα να αφηγηθεί κάτι περισσότερο από την ιστορία ενός απλού προϊόντος, έστω κι αν πρόκειται για ένα από τα εθνικά μας προϊόντα.
«Όλοι βέβαια σήμερα, φτωχοί και πλούσιοι, ταπεινοί και αριστοκράτες, πίνουν το ουζάκι τους, και το ούζο είναι πια το αγαπημένο ποτό σε κυρίους και κυρίες, σε νέους και δεσποινίδες, και σερβίρεται όχι μόνο στα λαϊκά ποτοπωλεία ή στα φτωχικά σπίτια, παρά και στο πλουτοκρατικά σαλόνια και τα αριστοκρατικά κέντρα. Αμφιβάλλω όμως, αν έξω από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας, που είναι η πατρίδα του ούζου και του ονόματος του, θα υπάρχει κανείς, που να γνωρίζη πόθεν έλαβε το τόσο αγαπημένο τώρα στους πολλούς αυτό ποτό το όνομα του, ή -το σπουδαιότερο- αν υπάρχει κανείς που να ημπορή να μαντεύση, τι σχέσιν έχει το όνομα του ούζου με το πράγμα, που σημαίνει αυτή η λέξις», γράφει σε κάποιο από τα μελετήματα του μια από τις μεγαλύτερες μορφές που γέννησε η ιστορική κωμόπολη του νομού Λάρισας, ο μέγας δάσκαλος Αχιλλέας Τζάρτζανος.
Ο συνομιλητής μου με το βαρύ επίθετο έχει μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι του στο εξωτερικό και ετοιμάζεται για το επόμενο. Από το 2000, όταν και μπήκε για τα καλά στην οικογενειακή επιχείρηση, παίρνοντας στα χέρια του την μοίρα της, η ζωή του θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «ο γύρος του κόσμου σε 365 μέρες». Με μια βαλίτσα στο χέρι και αναρίθμητες ιστορίες από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ο γιος της «Κατσαρίνας» έχει καταξιωθεί εντός και εκτός συνόρων. «Έτσι έλεγαν την μανούλα μου στον Τύρναβο. Αργότερα κάποιοι θα την πουν “Θάτσερ”, θέλοντας να δείξουν με τον τρόπο αυτό, το δυναμισμό και την αποφασιστικότητα της γυναίκας που πίστεψε στην επιχείρηση και ας ήταν υπό κατάρρευση. Έδωσε τον δικό της αγώνα, μετά τον θάνατο του πατέρα μου και κατάφερε να την κρατήσει όρθια, μέχρι να την αναλάβω εγώ», μου λέει και τα μάτια του βουρκώνουν, καθώς μου αποκαλύπτει πως την έχασε πριν λίγους μήνες. «Λίγο καιρό πριν φύγει, την έφερα εδώ, στο εργοστάσιο, για να δει από κοντά την πρόοδο και τις καινούργιες μας επενδύσεις. Νομίζω πως “έφυγε” ικανοποιημένη», μου λέει ο ίδιος και βαραίνει ακόμα περισσότερο όταν τον ρωτάω αν έχει κάποιο παράπονο στη ζωή του μέχρι σήμερα. «Θα ήθελα πολύ να είχε δει αυτή την πορεία και ο πατέρας μου…».
Η αλήθεια είναι πως στη γλώσσα των αριθμών ο Νίκος Κατσάρος δεν μπορεί να έχει κανένα παράπονο. Σήμερα που μιλάμε ελέγχει ο ίδιος το 26,4% της ελληνικής εξαγωγής τσίπουρου στο εξωτερικό, πρώτος ανάμεσα στους 70 περίπου αποσταγματοποιούς τσίπουρου στην Ελλάδα. Από το 2008, που ξεκίνησε εντατικά τις εξαγωγές σε ολόκληρο τον πλανήτη με ορμητήριο τις νέες του εγκαταστάσεις, μέχρι σήμερα, το μέγεθος της εταιρείας του αυξήθηκε σε όγκο και τζίρο κατά 800%(!). «Έχουμε παρουσία σε 29 χώρες στον κόσμο, γνωρίζοντας για τις μισές από αυτές τι ακριβώς θα παραγγείλουν κάθε μήνα. Στη Γερμανία στέλνουμε 670 φορτηγά επικαθήμενα τον χρόνο και στο Ιράκ 195. Για να έχεις μια ακριβή εικόνα, να σου πω ότι ένα επικαθήμενο φορτηγό φορτώνεται με 21.000 μπουκάλια ούζου ή τσίπουρου. Δεν είναι όμως μόνο οι χώρες αυτές που αποτελούν τους βασικούς μας πελάτες. Στέλνουμε για παράδειγμα ένα φορτίο κάθε τέσσερις μήνες στη Σιγκαπούρη. Ο όγκος της εξαγωγής δεν είναι μεγάλος, είναι όμως μεγάλη η τιμή μας », μου λέει, εξηγώντας μου τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος και η γυναίκα του έχουν καταφέρει να «σπάσουν» δύσκολες αγορές.
Η Ζωή, απούσα από τη συνέντευξη μας, αλλά παρούσα σε όλη την ανοδική πορεία του Νίκου Κατσάρου, δεν μνημονεύεται από τον ίδιο μόνο ως «συνοδοιπόρος στη ζωή και στην οικογένεια», αλλά και ως «πολύτιμος συνεργάτης». «Μαζί ξεκινήσαμε με μια βαλίτσα στο χέρι, με τα μπουκαλάκια μας και τις ετικέτες μας για να πουλήσουμε την ιστορία μας», θα μου πει, ενώ την ίδια ώρα η γραμματέας του τον ενημερώνει για τις διαθέσιμες πτήσεις για Γερμανία.
Ο άνθρωπος η εταιρεία του οποίου είναι δεύτερη σε πωλήσεις ούζου μέσα στα Duty Free, και πρώτη σε πωλήσεις τσίπουρου, ενώ βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα αποσταγμάτων στην Ελλάδα, μια δεκάδα που καλύπτει το 70% των αναγκών της αγοράς, απαντάει ευθέως στην ερώτηση μου για τα απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας. «Το όραμα, η συνέπεια, η ποιότητα, το ρίσκο, η σκληρή δουλειά και μια καλή ιστορία», λέει και του ζητώ να μείνουμε λίγο παραπάνω στο τελευταίο. «Δεν πουλάω άψυχα προϊόντα, αλλά μια ιστορία που αγγίζει την ψυχή του καταναλωτή. Αυτό νομίζω πως πρέπει να ψάξει να βρει κάθε επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται σε έναν κόσμο, ο οποίος μεταβάλλεται καθημερινά», μου εξηγεί, και τον ρωτάω για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο επιχειρηματίας στη χώρα μας.
«Στην Ελλάδα ο επιχειρηματίας βάλλεται από παντού. Νιώθεις πως θέλουν να σου δημιουργούν συνεχώς εμπόδια. Εγώ όμως θέλω μια απολύτως υγιή επιχείρηση και, πάνω απ’ όλα, θέλω να είμαι περήφανος, όχι μόνο για την Ακρόπολη και τον Κολοκοτρώνη αλλά και για την Ελλάδα του σήμερα. Μέσω της δουλειάς μου και τον προϊόντων μου, αυτό προσπαθώ να πετύχω», μου λέει και μου αναλύει τον τρόπο με τον οποίο 12.000 περίπου ελληνικά εστιατόρια στον πυρήνα της Ευρώπης, δηλαδή στη Γερμανία, στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Αυστρία «βάζουν πλάτη για τα ελληνικά προϊόντα». «Όλοι εμείς βάζουμε πλάτη για την χώρα», λέει με φωνή σταθερή και τον ρωτάω πόσα είναι τα εστιατόρια που έχει επισκεφτεί ο ίδιος. «Πάνω από 3000 εστιατόρια σε ολόκληρο τον κόσμο», μου απαντά και χαμογελάει.
Οι ιστορίες που έχει να διηγηθεί είναι πολλές. Από την Κίνα και τον Καναδά μέχρι και το τελευταίο προπύργιο της Ευρώπης και την Αμερική. Πάντοτε όμως επιστρέφει πίσω, στον Τύρναβο. Από δω που ξεκίνησαν όλα. «Είχα πάντοτε μέσα μου την εξωστρέφεια, κουβαλώντας όμως πάντοτε την ιστορία 160 και πλέον χρόνων. Από έξι χρονών θυμάμαι να παίζω με τα μπουκαλάκια και σήμερα, που στις νέες μας εγκαταστάσεις εξοπλισμένες με χειροποίητους χάλκινους άμβυκες, δεξαμενές Inox τελευταίας τεχνολογίας και μια πλήρως αυτοματοποιημένη γραμμή εμφιάλωσης, γραμμή παραγωγής που είναι σε θέση να παράγει 2000 φιάλες ανά ώρα, προσφέροντας στον κόσμο αποστάγματα υψηλής ποιότητας, δεν ξεχνάω ούτε λεπτό από πού ξεκίνησα», θα μου πει, έχοντας το βλέμμα του νικητή.
Ο ίδιος γνωρίζει καλά πως ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και πως ο ίδιος έχει να ανταγωνιστεί με μεγαθήρια. Όμως ονειρεύεται και παλεύει. Το έκανε επιτυχώς κατά τη διάρκεια της καταστροφικής ελληνικής κρίσης. «Είμαι οπαδός του νόμου Παρέτο», μου εξηγεί, του γνωστού Κανόνα «20/80». Σύμφωνα με τη διάσημη θεωρία του Ιταλού Οικονομολόγου, οι επιχειρηματίες θα πρέπει να επικεντρώνουν την ενέργειά τους στο 20% που είναι το πιο παραγωγικό και κερδοφόρο για την επιχείρηση τους. Αυτό το 20% θα επιφέρει τελικά το 80% των εσόδων. Ο Κατσάρος θεωρεί πως «ίσως η κρίση να έκανε και καλό στη χώρα. Αυτοί που κατόρθωσαν να μείνουν στην αγορά έπρεπε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Να δώσουν προτεραιότητα στην εξωστρέφεια και στην ποιότητα των προϊόντων. Να θέσουν αυστηρά κριτήρια στην επιλογή των συνεργατών. Να αλλάξουν απαράδεκτους τρόπους πληρωμής. Όλα μπήκαν σε νέες βάσεις. Ή για να είμαι ειλικρινής, φαίνεται πως μπήκαν σε νέες βάσεις, γιατί εμείς δεν αλλάζουμε εύκολα…»
Όταν ξεκίνησε το λανσάρισμα του Ούζου «Τζιβαέρι» είδε την επιχείρηση του να απογειώνεται και νέοι δρόμοι να ανοίγονται μπροστά του. Δεν δίστασε να τους ακολουθήσει. Το αποτέλεσμα φαίνεται να τον δικαιώνει. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να λανσάρει νέα προϊόντα και να μπαίνει σε νέες αγορές, γνωρίζοντας πάντα το που στέκεται και που πατάει. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το μυστικό της επιτυχίας των ανθρώπων εκείνων που επιμένουν να δουλεύουν στην Ελλάδα, χωρίς όμως να συμβιβάζονται με την μετριοκρατία. Το μέλλον φαίνεται πως θα είναι ακόμα πιο συναρπαστικό για το παιδί από τον Τύρναβο…
Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ