Σχετικά με την «ιστορία» της εικόνας ο μύθος, η ιστορία και ο θρύλος περιπλέκονται τόσο στις αφηγήσεις των γηραιότερων κατοίκων όσο και στις καταγραφές διαφόρων αυτοαποκαλούμενων ιστορικών της περιοχής.
Σε μια προσπάθεια σύνθεσης όλων των μαρτυριών και των καταγραφών φαίνεται ότι οι επικρατέστερες εκδοχές συγκλίνουν στα εξής:
Η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας βρέθηκε από τσοπάνηδες (ή κυνηγούς) στην κουφάλα ενός πλάτανου στο πλατανόδασος του Νεοχωρίου, της σημερινής Οιχαλίας.
Η εποχή κατά την οποία βρέθηκε η εικόνα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια γιατί άλλοι ισχυρίζονται ότι βρέθηκε στις αρχές του 16ου και άλλοι προς τα τέλη του 18oυ αιώνα.
Το σημείο στο οποίο βρέθηκε βρίσκεται 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Οιχαλίας και από τότε ονομάζεται «Της Παναγίας τα Πλατάνια».
Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 70 εκ. πλάτος και 85 εκ. ύψος και εκτιμάται ότι είναι Βυζαντινής εποχής. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά και κάποιοι άλλοι μιλάνε για αντίγραφο των εικόνων του Λουκά.
Οι τσοπάνηδες (ή κυνηγοί) κατάγονταν από το Νεοχώρι, τον Κατσίκοβο και τη Βόργιανη (σημερινό Αχλαδοχώρι). Η εικόνα αρχικά μεταφέρθηκε με τα πόδια στον ώμο και εναλλάξ από τους τσοπάνηδες ή κυνηγούς στο ναό της Βόργιανης.
Μετά από πολύχρονη φιλονικία και δικαστική διαμάχη για το χωριό στο οποίο θα φιλοξενείται η εικόνα αποφασίστηκε από τουρκικό δικαστήριο της Λάρισας να μοιραστεί ο χρόνος του έτους εξίσου στα τρία χωριά από όπου κατάγονταν οι τρεις τσοπάνηδες. Έτσι για αρκετά χρόνια η εικόνα φιλοξενούταν για ένα τετράμηνο σε κάθε χωριό και στη συνέχεια μεταφέρονταν από τους πιστούς στον ώμο εναλλάξ στο επόμενο χωριό, μιμούμενοι την πρώτη μεταφορά της εικόνας από τους τρεις τσοπάνηδες ή κυνηγούς.
Γύρω στο 1820, όταν ο Κατσίκοβος εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, το Νεοχώρι, όπου είχαν μετοικήσει οι κάτοικοι του Κατσίκοβου, πήρε και το αντίστοιχο χρονικό μερίδιο του Κατσίκοβου και από τότε η εικόνα παραμένει 8 μήνες το χρόνο στο Νεοχώρι και 4 μήνες στο Αχλαδοχώρι.
Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, αφού πραγματοποιηθεί η περιφορά της εικόνας γύρω από το χωριό από τους πιστούς στον ώμο και εναλλάξ προπορευόμενου του ιερέα, η εικόνα παραδίδεται αρχικά στον ιερέα και στους πιστούς του Βοστιδίου (σημερινής Κρήνης), που είναι το ενδιάμεσο χωριό μεταξύ των δύο χωριών, για να παραδοθεί στη συνέχεια στον ιερέα και στους πιστούς του Αχλαδοχωρίου, οι οποίοι θα την οδηγήσουν στον ιερό ναό τους.
Εκεί θα παραμείνει μέχρι τις 14 Αυγούστου οπότε και ξαναπαραδίδεται από τους πιστούς και τον ιερέα του Αχλαδοχωρίου, και πάλι μέσω των πιστών και του ιερέα της Κρήνης, στην Οιχαλία, η οποία και πανηγυρίζει την επομένη 15 Αυγούστου.
Λέγεται μάλιστα ότι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας την ημέρα του Πανηγυριού οι πιστοί μετέφεραν για λίγο την εικόνα στη θέση όπου βρέθηκε, στης Παναγίας τα Πλατάνια.
Το 1984 η εικόνα εκλάπη από αρχαιοκάπηλους ιερόσυλους από το ναό του Αχλαδοχωρίου. Λίγα χρόνια αργότερα η αστυνομία είχε φτάσει στα ίχνη των ιερόσυλων.
Μάλιστα είχε την πληροφορία ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο της περιοχής θα γινόταν η αγοραπωλησία της εικόνας και τους έστησαν ενέδρα.
Η επιχείρηση, όμως, σύλληψης των ιερόσυλων, μετά και από ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των αστυνομικών και των ιερόσυλων, απέτυχε και οι ιερόσυλοι εξαφανίστηκαν την τελευταία στιγμή μαζί με την εικόνα. Από τότε αγνοείται η τύχη της εικόνας.
Για τις λατρευτικές ανάγκες και τη διατήρηση των σχετικών διαδικασιών παράδοσης και παραλαβής της εικόνας μεταξύ των χωριών κατασκευάστηκε από το 1984 ένα αντίγραφο.